- υποθερμικός
- -ή, -ό1. αυτός που έχει σχέση με την υποθερμία (βλ. λ.).2. αυτός που εμφανίζει υποθερμία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υποθερμικός — ή, ό, Ν [υποθερμία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υποθερμία 2. (για πρόσ.) αυτός που εμφανίζει υποθερμία 3. (γεωλ. πετρογρ.) (για πετρογενετική και μεταλλογενετική διεργασία) αυτός που συντελείται σε σχετικά υψηλές θερμοκρασίες, περίπου… … Dictionary of Greek